25.9.11

ένα τραγούδι ίσως να 'ναι αρκετό


jesse treece


Η πλάκα φυσικά είναι ότι το λυρικό υποκείμενο έχει εξαφανισθεί από προσώπου γης. Δεν αγνοείται η τύχη του συγγραφέα-ποιητή∙ ούτε έπαψε ποτέ η μάχη της τακτοποίησης του Εγώ μέσα σε δυο σελίδες. 

Είναι που το τραγούδι δεν τραγουδιέται πια από κανέναν. Ούτε από τον ποιητή τον ίδιο.


Την ίδια στιγμή, ο λυρισμός στον γραπτό λόγο γίνεται αντικείμενο χλεύης από κυνικά γουρούνια. 
  
[Μην ανησυχείς όμως γι’ αυτά, άνοιξε ένα βιβλίο και θα δεις πως αποτελούν πάντοτε τον γελοιωδέστερο των χαρακτήρων ενός σπουδαίου μυθιστορήματος. Πάντοτε καταλήγουν μόνοι, σαν αράχνες ανάπηρες που δεν έμαθαν ποτέ τους να υφαίνουν έναν ιστό της προκοπής.]


Το λυρικό υποκείμενο είναι το μόνο που λείπει από ένα γραπτό κείμενο λυρικό∙ λέξεις που γίνονται αντικείμενο χλεύης γιατί άλλωστε κατέληξαν να είναι ένα ακόμη αντικείμενο, αντικείμενο ανακυκλώσιμο (reblog) χωρίς αυτό να σηματοδοτεί κάποιου είδους (ιντερνετική) κατάφαση καθώς μάλλον αντανακλά μια ένδεια, κατά βάση ποιητική.


Από τη στιγμή που το λυρικό υποκείμενο έπαψε να τραγουδά, και να τραγουδιέται, απώλεσε την ουσία του. Έμεινε πρόκα δίχως σφυρί, πεταμένη στο δάπεδο, τροφή για κυνικά γουρούνια που κατοικούν στα επίγεια. (Στα υπόγεια κατοικούν τα πουλιά που τραγουδούν ενώ στα δώματα τα πουλιά που αποδημούν άλλωστε.)

Ένα τραγούδι θα μας σώσει, όποιο κι αν είναι αυτό. Αρκεί να τραγουδηθεί από χείλη πυρακτωμένα και πεινασμένες καρδιές.



Ένα τραγούδι σαν αυτό που απαγγέλει ένας άγγελος της καταστροφής, ο ορισμός του λυρικού υποκειμένου φυσικά.



20.9.11

η εκδικητική σκέψη


roland tamayo

< Οι σκέψεις καμιά φορά είναι εκδικητικές, προσγειώνονται στο κεφάλι σου (κρατάμε ως άγνωστο το «που»), λίγο πριν κλείσεις τα μάτια, γύρω στη μία μετά το μεσάνυχτα. Είτε λοιπόν θα βρεις το κουράγιο να σηκωθείς ώστε να πιάσεις χαρτί και μολύβι, είτε θα παραδοθείς ώστε ο εαυτός σου να αφεθεί για μία ακόμη φορά στη παραισθητική ζάλη των ονείρων. Και ξέρεις, με τα όνειρα δυσκολεύεσαι λίγο περισσότερο να πιάσεις το μολύβι > μονολόγησε ο Μίλτος καθώς ο αδέσποτος σκύλος στον οποίο απευθύνοταν δεν αναμενόταν να δώσει έστω μια υποτυπώδη απάντηση, απ’ αυτές που έδιναν τα κορίτσια που φλέρταρε κατά καιρούς. Τον είχε βρει να ρεμβάζει στο δασάκι μια σταλιά, δίπλα από τον σταθμό του τραίνου στο Θησείο.

[Είχε βιώσει μια περίεργη βραδιά γεμάτη από όνειρα. Είχε προσπαθήσει, ανεπιτυχώς, να διατάξει κάτι λυκόσκυλα να επιτεθούν στον εχθρό του∙ εχθρός με πρόσωπο γέρικο και βλοσυρό. Θυμόταν επίσης πως είχε δυνάμεις σούπερ ήρωα για λίγο∙ η ανταρσία των άγριων σκυλιών τον είχε ξαφνιάσει.

Κυρίως όμως, είχε νοιώσει αρκετά άβολα με το που σηκώθηκε από το κρεβάτι του το επόμενο πρωί. Είχε την αίσθηση πως ότι είχε δει στον ύπνο του συμπυκνωνόταν στην εξής παράδοξη ιδέα: πως καθετί πάνω στον πλανήτη έχει δική του ψυχή. Δεν ήταν δική του ιδέα αυτή, ποτέ του δεν είχε σκεφτεί τέτοιο πράμα, μα ήταν τόσο έντονη η σκέψη, σχεδόν βιωματική, που τον ταρακούνησε.]

< Αυτά που θα γραφούν τις στιγμές που γυρίζεις ανήσυχος πλευρό στο κρεβάτι κατά τη διάρκεια μιας κοπιώδους νύχτας γεμάτη από λαβυρινθώδη όνειρα θα είναι ολοδικά σου. Δε συμβαίνει το ίδιο με τις σκέψεις που θα καταγράψεις λίγο πριν κοιμηθείς. Αυτές είναι των άλλων, εσύ βάζεις μόνο το στυλ. Βάζεις επίσης και όρια, συνήθως εκεί που δεν υπάρχουν.

Με τα όνειρα λειτουργεί αλλιώς, τα φτιάχνεις όλα μόνος σου.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι μεγάλοι εμπιστεύονται τα όνειρα. Εσύ και εγώ εμπιστεύομαστε το δηλητήριο αλλά ευτυχώς και κάποια όμορφα βιβλία νεκρών ποιητών. Κάποια φορά, ίσως και έναν μεγάλο έρωτα> . 

Πίστευε πως είχε φθάσει πλέον η ώρα να πιάσει το μολύβι καθότι από βιβλία νεκρών και από έρωτες είχε πια χορτάσει, ή τουλάχιστον έτσι ένοιωθε < και μεταξύ μας τώρα, αφού νοιώθω, έχει καμία σημασία αν συμβαίνει και στ’ αλήθεια; >




17.9.11

νεκροταφείο


gabriel pacheco

«Το blog σου έχει μυρωδιά νεκροταφείου. Το ξέρεις;»

«Θες να πεις ότι είναι δικό μου το φταίξιμο που γαμούσες πτώματα όλα αυτά τα χρόνια;» απάντησε κοφτά ο Μίλτος.

«Μήπως στην πραγματικότητα, και προσπερνώντας τα προσβλητικά σου λόγια, θα επιθυμούσες σφοδρά και εσύ ο ίδιος να γράψεις επιτέλους και για πράγματα που σε ευχαριστούν;»

«Ομολογώ πως με ευχαριστεί η ιδέα του θανάτου και δη και του δικού μου θανάτου. Όπως το έλεγε και ο Κάφκα: ‘the first sign of the beginning of understanding is the wish to die’».

«Βρωμάει νεκροταφίλα η υπόθεση λέω γω...»

«Εσύ το ήξερες, φανατικέ πολέμιε του νεκροταφείου ως τόπου συνάθροισης και συντροφικότητας έστω και αν αυτό γίνεται με σκουληκιασμένα πτώματα, πως ο Σιοράν μικρός που ήταν την έβγαζε σε τέτοια μέρη τριγύρω; Έπαιζε μάλιστα μπάλα με μια νεκροκεφαλή κάποτε. Δεν του είχε φανεί καθόλου παράξενο» συμπλήρωσε ο Μίλτος φορώντας ένα πονηρό χαμόγελο.

«Μάλιστα. Μιλάς για εκείνον που βρέθηκε σε δυσθεώρητα ύψη απόγνωσης στα είκοσι δύο του χρόνια... Κάτι πήρε το αυτί μου μάλιστα για κάποιες σοκαριστικές εκμυστηρεύσεις στον Τσελάν τον καιρό της μεγάλης σφαγής στην Ευρώπη. Είδες που σε φθάνει καμιά φορά η απόγνωση;»

«Ναι! Μιλώ για εκείνον που τα περισσότερα χρόνια της ζωής του πίστευε πραγματικά, πίστη λέω κι όχι αστεία, πως ο κόσμος όλος κοιτούσε στραβά. Ο κόσμος ολόκληρος εκτός από εκείνον! Και τι μοναδικό αίσθημα, έτσι; Ήταν και ευφυής, δόξα τω Θεώ. Επίσης, ας μην ανοίξουμε και το φάκελο Χάιντεγκερ τώρα σε παρακαλώ...» 

«Μήπως λοιπόν την πέρασε αυτή τη μία του ζωή κλεισμένος σε ένα νεκροταφείο ο αγαπημένος σου Ρουμάνος; Μήπως η δόξα του Θεού δεν... έφτασε και για αυτόν;»

«Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα . Αλλά ξέχασα, πάσχεις από έλλειψη ενσυναίσθησης» είπε ο Μίλτος δίχως ίχνος κακίας και κοιτώντας ήδη έξω από τα παράθυρο. Ήθελε γρήγορα να γυρίσει σπίτι.

«Ωραία! Να σου δώσουμε μια έδρα ενσυναίσθησης σε κάποιο πανεπιστήμιο ρε Μίλτο...» φώναξε ο αμφισβητίας με τον Μίλτο ήδη στα τριάντα μέτρα μακρύτερα από τον τόπο του εγκλήματος (όπου έγκλημα: κουβεντολόϊ κτισμένο πάνω στην τραγική έλλειψη μιας κοινής βάσης).

Ο Μίλτος ακούγοντας την ατάκα του παραδόπιστου φίλου του δεν έκανε την εξής σκέψη: «δε θα ‘ταν κακή ιδέα». Δεν έκανε αυτήν τη σκέψη γιατί άλλωστε γνώριζε καλά ότι καθένας υποχρεούται σ’ αυτήν τη ζωή να ξεκινήσει – από μικρή ηλικία κι από μόνος του - να αρχίσει να κατασκευάζει τον τάφο του.













14.9.11

τρύπα

stephan balleux

Θα είμαι ειλικρινής∙ δεν με είχε αποσχολήσει ποτέ η ιδέα της οικουμενικότητας του μπαλκονιού: 
  • Τα μπαλκόνια αρκετών σπιτιών (στα νούμερα 11, 15, 25, 26, 38 της οδού Λεωνιδίου και στο 28 της οδού Γιατράκου) στα οποία μένουν άνθρωποι από διαφορετικές εθνικότητες γίνονται μέρος της ομαδικής έκθεσης «Στο Μπαλκόνι», που επιμελείται η Ηλιάνα Φωκιανάκη. Οι θεατές καλούνται, περπατώντας, να εντοπίσουν έργα τέχνης τα οποία αναρτώνται σε μπαλκόνια ή, ελλείψει αυτών, σε πρεβάζια παραθύρων. Οι καλλιτέχνες DougFishbone, AssafGruber, Κατερίνα Κανά, Δάφνη Μπαρμπαγεωργοπούλου, Αγγελος Πλέσσας, Θοδωρής Προδρομίδης, Αλέξανδρος Ψυχούλης διερευνούν την ιδέα της οικουμενικότητας του μπαλκονιού.

Όπως άλλωστε δεν είχα υπόψην μου την έννοια της τρύπας, η οποία έμελλε να με κυνηγάει για καιρό. Την πρωτογνώρισα σε μια σκοτεινή αίθουσα: 

  •  το 16ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας εισάγει και μια καινοτομία, η σημασία της οποίας μένει να κριθεί: Με κεντρικό θέμα την έννοια της "Τρύπας", πέρα από προβολές σχετικών ταινιών, διοργανώνει μεγάλη έκθεση φωτογραφίας του Τάσου Βρεττού με τίτλο "TheHoleArgument" (στο TheBreeder, Ιάσονος 45) και έναν "μουσειακό περίπατο" σε 16 σημαντικά μουσεία στον οποίο θα εντρυφήσουμε στην έννοια της "Τρύπας" ανά τους αιώνες...

Την συνάντησα και στο Μπενάκη, οκτώ μήνες μετά! καθώς γυρνούσε από μουσείο σε μουσείο σε ένα κακόγουστο αστείο που όμως δεν ήταν και τόσο αστείο, κακόγουστο σίγουρα, και το οποίο δεν κατάφερε να με κάνει να εντρυφήσω σε τίποτε άλλο από το εξής παράδοξο: πως το ‘Ηole Argument’, θέμα το οποίο απασχόλησε γόνιμα, φαντάζομαι, τον Αϊνστάιν και σχετιζόταν με ουράνια σώματα και λοιπές κοσμολογικές δυνάμεις έφθασε να συμβολίζει την τρύπα στην οποία κατοικούμε όλοι εμείς.

Μιαν απάντηση: η πολύχρωμη αυτή τρύπα προσφέρει ανεμελιά λόγω κατανάλωσης τόνων κουλτούρας συν το γεγονός ότι εξασφαλίζει και θέα στα μπαλκόνια, τα ξένα. Θέα ηδονοβλεπτική από μια ματιά θολή για καιρό ταλαιπωρημένη, σχεδόν ξεσκισμένη, από το θλιβερό σκότος της τρύπας.




12.9.11

low fidelity


 Ο Μίλτος βαριεστημένος καθώς ήταν, πράγμα σπάνιο για του λόγου του (βρισκόταν συχνά σε υπαρξιακό πυρετό εμφανή μόνο στους όμοιους του αλλά και σε εκείνους που είχαν διαβάσει αρκετή λογοτεχνία), άνοιξε την τηλεόραση. Πέτυχε το High Fidelity στη ΝΕΤ και αποφάσισε να το παρακολουθήσει ολόκληρο, πράγμα σπάνιο για ταινία που βλέπει κανείς στην τηλεόραση, εδώ που τα λέμε. 

Είχε συναντήσει κάμποσους Rob κείνα τα χρόνια, με κάποιους έκανε και παρέα. Dick να φαν' κι οι κότες. Τον Barry τον είχε κάνει φίλο του γιατί έχει πλάκα και είναι και ακραίος. Με την Anna ίσως να είχαν ανταλλάξει και κανά φιλάκι. Οι Ian τον περιτριγύριζαν μα εκείνος απέφυγε τα πολλά πολλά γιατί εκτός των άλλων άκουγε Television Personalties ενώ αυτοί μιλούσαν για ριζότο. Η Laura δεν υπάρχει στην πραγματικότητα φυσικά μα κορίτσια έμορφα σαν κι αυτήν είχε οπωσδήποτε γνωρίσει από κοντά.

Ο Μίλτος δεν ντρεπόταν να παραδεχτεί πως κάποτε ζούσε για τους άλλους, πως η χαρά του ήταν όλη δική τους σε μια παράδοση του εαυτού, άνευ όρων και δίχως συνθηκολόγηση, μιας και αυτοί που επωφελούνται από μια τέτοια συνθήκη συνήθως δεν ενδιαφέρονται να υπογράψουν κάποιου είδους συμφωνία πάνω στο τραπέζι παρά να υποκλέψουν κάτω από το τραπέζι όσο πιο πολλά μπορούν από τον πρόθυμο παραχωρητή εδάφους τόσο του ψυχισμού του όσο και της λογικής του.

Είχε σκορπίσει λοιπόν τον εαυτό του με τον τρόπο που ένας νέος άνθρωπος το κάνει: με γενναιοδωρία για τους γύρω του, με πάθος να τοποθετήσει τον εαυτό του κάπου έξω από τα γνώριμα εδάφη του οικογενειακού περιβάλλοντος με τους σαφείς του - και δίχως τη συναίνεση σου - ρόλους, με αγωνία να γίνει αποδεκτός, με τόλμη να φανεί κάτι που δεν είναι αλλά μοιάζει να είναι, με όση αθωότητα χρειάζεται ώστε να εμπιστευτεί τους πρώτους τυχόντες (ας όψεται η μεθυσμένη βιασύνη της ηλικίας). 

Ο Μίλτος είχε πια αλλάξει. Μπορούσε να βρει ψήγματα του εαυτού του σε ένα βλέμμα του Batman διά του προσώπου του Christian Bale, σε ένα ευμέγεθες καρτούν της Pixar, σε κάποιο ελαφροίσκιωτο ήρωα των Coen Brothers, στον νεκρό που περιδιαβαίνει την Αμερικάνικη ήπειρο αναζητώντας το θάνατο διά χειρός Jim Jarmusch, στην υπαρξιακή αγωνία ενός γκάνγκστερ σε κάποια ταινία του Jean-Pierre Melville, στην μελαγχολική απλότητα ενός ήρωα του Ken Loach, στη βαναυσότητα ενός Κορεάτη πρωταγωνιστή του Ki-duk Kim, στο χάος που συναντά κανείς όσο εισχωρεί στα έγκατα του ψυχισμού μιας ηρωίδας του Ingmar Bergman. 

Τι ακριβώς είχε συμβεί; 

-          Νόμιζε πως ο κόσμος όλος περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό του; 
-    Ήταν τόσο εγωπαθής ώστε να ψάχνει, και να βρίσκει με χαρακτηριστική ευκολία, ψίχουλα της δικής του ταυτότητας σε ότι τύχαινε να δει σε μια οθόνη;

-          Έχουν οι κινηματογραφικοί ήρωες άλλη υπόσταση απ' αυτή που τους δίνει κανείς; 
-         Κι αν δεν έχουν, πρέπει σώνει και καλά να σχετίζονται με κάποιον τρόπο με εσένα το θεατή; 
-      Μπορεί κάποιος να απολαύσει μια ταινία και να αγαπήσει δύο ερωτευμένους ήρωες δίχως να δει να καθρεπτίζεται μπροστά στα μάτια του, σαν μια παραίσθηση δυνατή που διαστέλλει τις κόρες των ματιών σου, εκείνο  το φιλί του αποχωρισμού που δόθηκε πριν κάποια χρόνια με δάκρυα στα μάτια;

Τα δύο πρώτα ερωτήματα ήταν του Μίλτου, απαντημένα από τον ίδιο εδώ και καιρό: ο Μίλτος πίστευε πως είχε το χάρισμα να ξετρυπώνει παντού κομμάτια του εαυτού του σε μια διαδικασία που βρισκόταν στον αντίποδα μιας συμπλεγματικής εγωπάθειας. Τα επόμενα τρία ερωτήματα ήταν επίσης δικά του∙ συνοδεύονταν κι αυτά από μία εντελώς υποκειμενική, όπως του άρεσε δηλαδή, απάντηση: αντιμετώπιζε τα σκόρπια κομμάτια του εαυτού του, επικολλημένα σε κινηματογραφικούς - και όχι μόνο - ήρωες, σαν ένα καθημερινό ραντεβού με την απώλεια.

Δεν επρόκειτο για ένα παιχνίδι, ήταν η επαλήθευση της υποψίας που είχε πως η απώλεια ήταν εγγενές στοιχείο της εξέλιξης του, πως ήταν το μοναδικό πραγματικό δεδομένο της σωματικής και ψυχικής του ζωής.




8.9.11

το κοπάδι


nicholas grey


Κατηγορήθηκε λοιπόν γιατί ένα υπέροχο καλοκαιρινό απόγευμα αποφάσισε να αποκαλύψει στα υπόλοιπα μέλη της παρέας πως...

< βασικά... εε... δεν μπορώ να πω πως μου αρέσει πλέον το Before Sunrise... πόσο μάλλον το Before Sunset...> Προτιμώ τον Rohmer... βλέπετε... αυτός ξέρει τι κάνει. Κατά συνέπεια, και οι ήρωες του γνωρίζουν για τι πράγμα μιλάνε >.

Όχι πως δεν το περίμεναν να συμβεί οι υπόλοιποι εννιά της παρέας, πέντε κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Γνώριζαν καλά του Μίλτου τα "μασκαριλίκια". Ήξεραν πως παρότι βρισκόταν μαζί τους, βρισκόταν ταυτόχρονα κι αλλού. Το που μονάχα δεν γνώριζαν.

Να 'ταν τόπος; Χρόνος; Άλλη παρέα; Άλλος Θεός από τον δικό τους; Δεν είχαν την παραμικρή ιδέα.

Είχαν όμως κανόνες τους οποίους ακολουθούσαν με θρησκευτική ευλάβεια, έστω και μασκαρεμένη σε κυνισμό και δήθεν απάθεια. Ο πιο απαράβατος απ' όλους: ποτέ μα ποτέ μην τολμήσεις να φύγεις από το κοπάδι. Ο τσοπάνος θα σε βρει και θα σου δώσει ένα σκληρό μάθημα (στον ρόλο του τσοπάνου συναντάμε το ίδιο το κοπάδι μαζί με όλα τα άλλα συγγενικά προς αυτό κοπάδια που βόσκουν δήθεν ανέμελα σε άνυδρα βοσκοτόπια του κέντρου της πόλης). 

Ο Μίλτος είχε αποκρύψει μάλιστα το γεγονός πως απολάμβανε τον ελληνικό κινηματογράφο μιας και το ομορφότερο πρόβατο του κοπαδιού είχε από καιρό δηλώσει: ‘εγώ δεν βλέπω ελληνικό κινηματογράφο’. 

Μα ο Μίλτος είχε ήδη προλάβει, κρυφά απ’ όλους τους άλλους, να ανέβει μόνος του την βουνοπλαγιά που ανέβαιναν οι Απόντες. Είχε αναρριχηθεί στο βουνό όπως το έκαναν αρχικά και οι έξι της παρέας της Σαλαμίνας πριν αυτοί μείνουν προς το τέλος μόλις τρεις. Εκείνος πάντως ήταν μόνος, ένας τον αριθμό δηλαδή. Δεν τον είχε πειράξει καθόλου.

Γιατί μπορεί στον κινηματογράφο τα πάντα να στηρίζονται στην εικόνα, σ' αυτό που είναι ορατό στο μάτι σου, στην πραγματική ζωή όμως είναι η απώλεια που παίρνει τον πρώτο λόγο. Και η απώλεια δεν μπορεί να ιδωθεί μα μονάχα να βιωθεί μέρα με τη μέρα.

Εκείνη την απώλεια, καθώς είχε χάσει πια το κοπάδι του, ο Μίλτος την είχε βιώσει με ανακούφιση. Ήταν πλέον η ώρα να συναντήσει το δάσκαλο του με τον τρόπο που τον είχε συναντήσει κι ο Χρήστος Βακαλόπουλος παίρνοντας μαθήματα κινηματογράφου από τον Éric Rohmer, τον αγαπημένο σκηνοθέτη του Μίλτου μεταξύ άλλων.









6.9.11

Στην Ανάφη


μην τη βλέπετε έτσι, η Ανάφη είναι άγρια
στην Ανάφη προσφέρονται τσάμπα σνακ
σχετικά όμορφο τερατάκι
το 'μοναχό σπίτι'
το 'μοναχό σπίτι' ΙΙ

δε θέλω να ξέρω
δεν πρέπει να 'χω δει πάνω από δύο βίντεο με γατιά στο you tube
Η ΑΝΕΚ προσπάθησε να καταστρέψει τις διακοπές μας
...εμείς τους εκδικηθήκαμε βγάζοντας φωτογραφίες το βρωμερό τους καράβι
παραλία διάσημη  για τον δενδροκτόνο ηγούμενο που 'χει για γείτονα


Αντίο (για φέτος)...


photo credit
https://www.flickr.com/photos/126175692@N03/sets/72157646538129461/







4.9.11

a task



Let’s face it; William Burroughs never really had any job. He didn’t really need to work in his whole life the lucky bastard. Therefore, it only makes sense that he assigned himself certain tasks; tasks designed to substitute a man’s daily working routine (either academic work or the scavenger’s smelly mission). These goals had to be fulfilled in a precise and accurate way, that’s for sure.

When he felt like orienteering himself around the streets of a city by walking on “color association lines, he was following an order coming from the more absolute kind of a boss one can have in his/her life: your own individual and eternal self.

I’m sure he had many other tasks to be completed on a day’s time the way an ordinary clerk working on the company’s downtown offices has it. I’m also quite sure that he reached perfection while taking care of these inescapable responsibilities as I’m perfectly sure that 99, 3% of the ordinary clerks fail to do so.

But that’s life, don’t you think? Life is full of losers + a bunch of winners-losers. Winners-losers like William S. Burroughs. 


+

“I have met Burroughs quite a few times over the last fifteen years, and he always strikes me as an upper-class Midwesterner, with an inherent superior attitude towards blacks, policemen, doctors, and small-town politicians, the same superior attitude that Swift had to their equivalents in his own day, the same scatological obsessions and brooding contempt for middle-class values, thrift, hard work, parenthood, et cetera, which are just excuses for petit-bourgeois greed and exploitation. But I admire Burroughs more than any other living writer, and most of those who are dead.” 

J.G. Ballard on William Burroughs